- κατασκοπικός
- κατασκοπ-ικός, ή, όν,A for scouting: -κὰ, τά (sc. πλοῖα), Plu.Cat.Mi.54.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κατασκοπικός — κατασκοπικός, ή, όν (Α) [κατάσκοπος] κατάλληλος για κατασκόπευση («κατασκοπικαὶ νῆες», Πολ.) … Dictionary of Greek
κατασκοπικά — κατασκοπικός for scouting neut nom/voc/acc pl κατασκοπικά̱ , κατασκοπικός for scouting fem nom/voc/acc dual κατασκοπικά̱ , κατασκοπικός for scouting fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)